- μυρόπνους
- μυρόπνους και μυρίπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που πνέει ευώδη μύρα, που μυρίζει, που ευωδιάζει («μυρίπνοα άνθη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνόος / πνοῦς (πρβλ. ροδό-πνους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρόπνους — breathing sweet unguents masc/fem nom pl μυρόπνους breathing sweet unguents masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρόπνουν — μυρόπνους breathing sweet unguents masc/fem acc sg μυρόπνους breathing sweet unguents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίπνους — ουν βλ. μυρόπνους … Dictionary of Greek
μυροπνευστός — μυροπνευστός, ή, όν (Α) μυρόπνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνευστός (< πνέω)] … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
μυρόπνοος — breathing sweet unguents masc/fem nom sg μυρόπνους breathing sweet unguents masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)